- μέλεος
- (I)ο (Μ μελεός)βλ. μέλεγος.————————(II)μέλεος, -α, -ον, θηλ. και -ος (Α)1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.)2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ κάθησθε», Ηρόδ.)4. αυτός που ατύχησε σε κάτι («ἐπεὶ δ' ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων», Αισχύλ.)5. (για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που προξενεί δυστυχία, αθλιότητα6. (το ουδ. ως επίρρ.) μέλεονμάταια, ανώφελα, άσκοπα («ἔγγεσι μὲν γὰρ ἤμβροτον ἀλλήλων, μέλεον δ' ἠκόντισαν ἄμφω», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρ' όλο που ο τονισμός τού επιθ. θυμίζει επίθετα δηλωτικά ύλης (πρβλ. λίθεος, χρύσεος), ο τ. μέλεος μπορεί να παραβληθεί με τα επίθ. ἐτεός, κενεός, στερεός και να αναχθεί σε αμάρτυρο τ. *μελεFός (πρβλ. λ. μῶλος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μέλεος (< *μελεσ-ος) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mel- «αποτυγχάνω, απατώ» και συνδέεται με τους τ. βλάσφημος (< *mls-) και μύλη].
Dictionary of Greek. 2013.